- μικροληψία
- μικρο-ληψία, ἡ,A acceptance of small presents, Plb.5.90.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροληψία — μικροληψία, ἡ (Α) το να λαμβάνει κανείς μικρά, ευτελή δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ληψία, μέσω ενός αμάρτυρου *μικρολήπτης] … Dictionary of Greek
μικροληψίας — μικροληψίᾱς , μικροληψία acceptance of small presents fem acc pl μικροληψίᾱς , μικροληψία acceptance of small presents fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek